- ὑποθωρήσσω
- ὑπο-θωρήσσω: only mid. ipf., ὑπεθωρήσσοντο, were arming themselves, Il. 18.513†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υποθωρήσσω — Α (μόνον μέσ.) ὑποθωρήσσομαι οπλίζομαι με θώρακα κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θωρήσσω «οπλίζω με θώρακα»] … Dictionary of Greek